Πολλές φορές λήθαργος στους σπόρους προκαλείται από διάφορους φυσικούς παράγοντες. Όπως επίσης, λήθαργος μπορεί να ανασταλεί από φυσικούς παράγοντες. Κάθε φυτικό είδος διακρίνεται από συγκεκριμένες φυσικές συνθήκες που είναι τα άριστά γι' αυτό επίπεδα για τους περισσότερους παράγοντες και ανάλογα με τον παράγοντα έχει ένα πάνω κι ένα κάτω όριο στο οποίο ευδοκιμεί. Όταν κάποιος παράγοντες ξεπεράσει το πάνω ή το κάτω όριο, τότε ο σπόρος του συγκεκριμένου είδους μπαίνει σε λήθαργο. Πολλά είδη φυτών, που κυριαρχούν στα εύκρατα κλίματα, δημιουργούν σπόρους το φθινόπωρο οι οποίο διαχειμάζουν σε κατάσταση ληθάργου και βλαστάνουν μόνο την άνοιξη, αφότου οι συνθήκες επιτρέψουν την ανάπτυξη φυτών. Αυτά τα είδη παρουσιάζουν ενδογενή λήθαργο το χειμώνα, αλλά και τις ζεστές αλκυονίδες μέρες. Για να βλαστήσουν πρέπει να υποστούν για κάποιο διάστημα υγρόψυξη(pre-chilling) ώστε να διακοπεί πρώτα ο λήθαργος , Ανάλογα με το φυτικό είδος μπορεί να χρειάζονται αρκετές εβδομάδες ή να αρκούν μερικές μόνο μέρες έκθεσης. Άλλη διεργασία που ενισχύει το αυξητικό δυναμικό σε πολλά είδη είναι η αφυδάτωση, η οποία μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις με μη μοιάζει απαραίτητη, αλλά η απώλεια νερού από τους σπόρους μειώνει το stress από διάφορους παράγοντες. Στην πράξη η αφυδάτωση και η επανύγρανση (ανάκτηση της απώλειας του νερού) χρησιμοποιείται σαν ένα τέχνασμα των φυτών για να μη φυτρώνουν οι σπόροι μέσα –ή λίγο αφότου βγούν- από τον καρπό, αλλά δίνεται ένα χρονικό περιθώριο ληθαργικής κατάστασης. Σ' αυτά τα φυτά, λοιπόν, η ανάπτυξη των σπόρων δε σταματά πάνω στο μητρικό φυτό. Μέχρι και την αφυδάτωση ο σπόρος είναι σε μία κατάσταση που στοχεύει στην παραγωγή θρεπτικών αποθεμάτων, παρά στην προετοιμασία της βλάστησης. Με την επανύγρανση, ξεκινά η παραγωγή GA και των επακόλουθων ενζύμων για την έναρξη της βλάστησης. Επίσης, σπόροι διαφόρων ειδών «επιλέγουν» να βλαστήσουν μετρώντας παραμέτρους που έχουν να κάνουν με το φως. Υπεύθυνο για όλα αυτά είναι το φυτόχρωμα, μια κυανωπή υδατοδιαλυτή χρωμοπρωτεΐνη. Αυτή συναντάται σε δύο μορφές(την Pr και την ενεργή Pfr). Ένα μόριο της με έκθεση σε ορατό κόκκινο μετατρέπεται (ή διατηρείται) σε Pfr, ενώ με έκθεση σε υπερυθρη ακτινοβολία (που κυριαρχεί τη νύχτα) αλλάζει πάλι (ή διατηρείται) σε Pr. Αυτός είανι ένας τρόπος για το σπόρο ή το φυτό να ανιχνεύει τη διάρκεια της ημέρας και ,σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, την εποχή του έτους. Με βάση ένα περίπλοκο μηχανισμό, δίνεται το σήμα την κατάλληλη εποχή για βλάστηση ή διαφορετικά για την είσοδο σε λήθαργο. Άλλος σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη είναι η θερμοκρασία. Εκτός από την υγρόψυξη που σπόροι κάποιων ειδών απαιτούν, η εναλλαγή των θερμοκρασιών μπορεί να διακόψει το λήθαργο και να ανεβάσει το αυξητικό δυναμικό. Ανάλογα με το είδος, ο σπόρος μπορέι να θέλει ημερήσιο θερμοκρασιακό εύρος (ΗΕΘ) από λίγους βαθμούς εώς και πάνω από 10-15 °C. Το ΗΕΘ αλλάζει με τη εποχή του έτους κι έτσι χρησιμοποιείται σαν ρυθμιστής από τα φυτά. Επόμενο σύνολο παραγόντων που εξετάζονται σε σχέση με την επίδρασή τους στο λήθαργο σπόρων είναι το μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για κάλυψη και προστασία του εμβρύου και των θρεπτικών του αποθεμάτων. Το περισπέρμιο μπορεί να είναι σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας της βλάστησης, ευνοώντας τα λήθαργο του σπόρου. Αυτό το καταφέρνει ρυθμίζοντας την ανταλλαγή αερίων και νερού του εμβρύου με το περιβάλλον. Τέτοιου είδους περιορισμοί μπορούν αν εκλείψουν τεχνητά με τη διάρρηξη ή αποβολή του περισπερμίου κατά την επεξεργασία με μαχαίρι, λίμα, γυαλόχαρτο ή άμμο. Στη φύση αυτό συμβαίνει αν ένα ζώο πατήσει ή φάει το σπόρο, με διάβρωση κλπ. Υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες, γνωστοί ή μη, που μπορούν να επηρεάσουν το λήθαργο ή τη βλάστηση ενός σπόρου. Παραδείγματα αποτελούν το υδατικό δυναμικό, η διαθεσιμότητα στοιχείων, η ύπαρξη ιονίζουσας ακτινοβολίας και άλλα.
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007
Ληθαργος στα φυτα.
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2007
Rhythmic gymnastics
Rhythmic gymnastics is a sport in which single competitors or pairs, trios or even more manipulate one or two apparatuses: Ball, Clubs, Hoop, Ribbon, and Rope. It combines elements of ballet, gymnastics, theatrical dance, and apparatus manipulation. The victor is the participant who earns the most points, as awarded by a panel of judges, for leaps, balances, pivots, flexibility, apparatus handling, and artistic effect. The sport's governing body, the Federation Internationale de Gymnastique (FIG), changed the Code of Points in 2001, 2003 and 2005 to emphasize technical elements and reduce the subjectivity of judging. Before 2001, judging was on a scale of 10 like that of Artistic Gymnastics. It was changed to a 30-point scale in 2003 and in 2005 was changed to 20. There are three values adding up to be the final points—technical, artistic and execution. International competitions are split between Juniors, under sixteen by their year of birth; and Seniors, for girls 16 and over again by their year of birth. Gymnasts typically start training at a very young age and those at their peak are typically in their late teens or early twenties. The largest events in the sport are the Olympic Games, World Championships, and Grand-Prix Tournaments. Rhythmic gymnastics grew out of the ideas of I.G. Noverre (1722–1810), Francois Delsart (1811–1871), and R. Bode (1881), who all believed in movement expression, where one used dance to express oneself and exercise various body parts. Peter Henry Ling further developed this idea in his 19th-century Swedish system of free exercise, which promoted "aesthetic gymnastics", in which students expressed their feelings and emotions through bodily movement. This idea was extended by Catherine E. Beecher, who founded the Western Female Institute in Ohio, United States, in 1837 . In Beecher's gymnastics program, called grace without dancing, the young women exercised to music, moving from simple calisthenics to more strenuous activities. During the 1880s, Emil Dalcroze of Switzerland developed eurhythmics, a form of physical training for musicians and dancers. George Demeny of France created exercises to music that were designed to promote grace of movement, muscular flexibility, and good posture. All of these styles were combined around 1900 into the Swedish school of rhythmic gymnastics, which would later add dance elements from Finland. Around this time, Ernest Idla of Estonia established a degree of difficulty for each movement. In 1929, Henrich Medau founded The Medau School in Berlin to train gymnasts in "modern gymnastics", and to develop the use of the apparatus. Rhythmic gymnastics as a sport began in the 1940s in the Soviet Union. It was there that for the first time, the spirit of sports was combined with the sensuous art of classical ballet. (To Isadora Duncan, we credit the famous rebellion against the dogma of classical ballet and the shift toward the creation of a new discipline that would blend art and sport.) The FIG recognized this discipline in 1961, first as modern gymnastics, then as rhythmic sportive gymnastics, and finally as rhythmic gymnastics. The first World Championships for individual gymnasts took place in 1963 in Budapest, Hungary. Groups were introduced at the same level in 1967 in Copenhagen, Denmark. Rhythmic gymnastics was added to the 1984 Summer Olympics in Los Angeles, with an Individual All Around competition. However, many federations from the Eastern European countries were forced to boycott. The Canadian Lori Fung was the first rhythmic gymnast to earn an Olympic gold medal. The Group competition was added to the 1996 Summer Olympics in Atlanta, Georgia. Rhythmic gymnastics is largely a sport for women and girls, but a growing number of men participate in a few countries. Athletes are judged on the some of the same physical abilities and skills as their female counterparts such as hand/body-eye co-ordination, but tumbling, strength, power, and martial arts skills are the main focus, as opposed to flexibility and dance of women's rhythmic gymnastics. The sport has a growing number of participants, competing solo and on a team, and is most popular in Asia, especially in Japan where high school and university teams compete fiercely. As of 2002, there were 1000 men's rhythmic gymnasts in Japan. Men's rhythmic gymnastics is related to both Men's Artistic Gymnastics and Wushu martial arts. It emerged in Japan from stick gymnastics. Stick gymastics were taught and performed since long ago with the aim of improving physical strength and health. The technical rules for the Japanese version of men's rhythmic gymnastics came around 1970s. For individuals, only four apparatus are used: the double rings, the stick, the rope, and the clubs. Groups do not use any apparatus. The Japanese version includes tumbling performed on a spring floor. Points are awarded based a 10-point scale that measures the level of difficulty of the tumbling and apparatus handling. On November 27-29 2003, Japan hosted the Men's RG World Championship. This first championship drew five countries from two continents: Japan, Canada, Korea, Malaysia, and the United States. The 2005 World Championship included Australia, Canada, Japan, Malaysia, Korea, Russia, and USA. While the routines that have been performed so far by male single competitors and teams more or less look like slight variations of or synchronized floor exercises in the more traditional men's artistic gymnastics, Ruben Orihuela from Spain has literally re-created all the physically demanding moves and routines that had been reserved for or accomplished by only females before him, and he has also demonstrated the unusual prowess of super physical flexibility that had been seen only in female rhythmic gymnasts.
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007
Tate.
Tate Modern is considered a major success story for the Tate's director Sir Nicholas Serota. In its first year, it was the most popular museum in the world, with 5,250,000 visitors.
Τον Μάιο θα είναι τελικά έτοιμη η νέα Tate Gallery of Modern Art. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα σχέδια που «καταστρώνει» η Ευρώπη για τον εορτασμό της νέας χιλιετίας, γεγονός που αποδεικνύεται όχι μόνο από το εξαιρετικό ενδιαφέρον του Καλλιτεχνικού Βρετανικού Συμβουλίου, το οποίο έχει διαθέσει ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό για τη δημιουργία της, αλλά και από τη συνεργασία της γκαλερί με την πολυεθνική εταιρεία Unilever που θα χρηματοδοτήσει την απόκτηση μιας σειράς σύγχρονων έργων φιλοτεχνημένων ειδικά για την Tate. Τα εγκαίνια της έκθεσης αυτής θα πραγματοποιηθούν μαζί με εκείνα του νέου μουσείου την ερχόμενη άνοιξη. Το γεγονός θα πλαισιωθεί από τα αποκαλυπτήρια μιας εγκατάστασης της γαλλικής καταγωγής γλύπτριας Λουίζ Μπουρζουά, η οποία, παρά τα 88 χρόνια της, είναι αυτή τη στιγμή το πιο περιζήτητο όνομα των καλλιτεχνικών διοργανώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της Μπιενάλε της Βενετίας. Προς το παρόν, και συγκεκριμένα ως τις 26 Σεπτεμβρίου, η φημισμένη λονδρέζικη γκαλερί παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα έκθεση μοντέρνας τέχνης από την οποία, όπως είναι φυσικό, δεν λείπουν οι προκλήσεις. Ο τίτλος της είναι «Αμπρακατάμπρα», στη θέση της μαγείας όμως και των ταχυδακτυλουργών θα βρείτε τη συνήθεια της καθημερινότητας ιδωμένη και ταυτόχρονα υπονομευμένη από τη φαντασία καλλιτεχνών της σύγχρονης εικαστικής αβάν-γκαρντ. Οσο για την πρόκληση για την οποία κάναμε λόγο, είναι αμφίδρομη αφού εκπορεύεται τόσο από τα ίδια τα εκθέματα όσο και από τη σχέση έργου - θεατή, μια και ο δεύτερος καλείται να συμμετάσχει ενεργά στην εικονική πραγματικότητα.
Tate is the United Kingdom state museum of British and modern art, and is a network of four art galleries in England: Tate Britain (opened 1897), Tate Liverpool (1988), Tate St Ives (1993) and Tate Modern (2000), with a complementary website, Tate Online (1998). It was founded with the official title the National Gallery of British Art and was renamed after Henry Tate funded a building for it at Millbank in London. This was its sole venue until the end of the 20th century. The most significant change was the opening of Tate Modern, which then carried the modern part of the collection, while the original building was renamed Tate Britain to house the British part of the collection. Modern British work is split between the two. One of the Tate's most publicised activities is the Turner Prize.
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 02, 2007
Λουκία Ρικάκη.
Επί τρία χρόνια η Λουκία Ρικάκη συγκέντρωνε από το Ιντερνετ κείμενα με θέμα την απώλεια. Τριάντα από αυτά αποτελούν το βασικό υλικό της ταινίας της «Κράτησέ με» που προβάλλεται από σήμερα στο «Σινέ Ψυρρή». «Με ενδιαφέρει πολύ η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, πληροφοριών, η διαδραστική λειτουργία της επικοινωνίας, όλα όσα συμβαίνουν στο Διαδίκτυο», λέει η σκηνοθέτις. «Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε ως πείραμα, δεν ήξερα ακριβώς τι να περιμένω, είχα όμως πολύ ξεκάθαρα στο μυαλό μου το πώς ήθελα να δένουν αυτές οι ιστορίες με το μυθοπλαστικό κομμάτι της ταινίας. Ηλπιζα σε μια ανταπόκριση, αλλά δεν περίμενα ότι θα ήταν τόσο πολυάριθμες και τόσο καλές οι ιστορίες που θα λάμβανα και ότι επίσης θα έβρισκα πρόθυμους συγγραφείς να πάρουν μέρος και στο δεύτερο συμμετοχικό σκέλος της ταινίας, δηλαδή στο “παιχνίδι της αφής”, το οποίο κατέγραψε τις αφηγήσεις των ιδίων των συγγραφών μέσα από το συγκεκριμένο παιχνίδι ελεύθερου συνειρμού που έπαιζαν οι σουρεαλιστές».
Κεντρική ηρωίδα, μια ραδιοφωνική παραγωγός που χάνει απρόσμενα τον πατέρα της. Για να μπορέσει να χειριστεί αυτή την απρόσμενη απώλεια δημιουργεί μια ιστοσελίδα στην οποία ακροατές του ραδιοφώνου στέλνουν ιστορίες τους. Η εξέλιξη είναι απρόσμενη: παρελθόν και παρόν διαπλέκονται, όσο οι διαφορετικές -και ίδιες- ιστορίες περιστρέφονται γύρω από θέματα κοινά, λίγο πολύ, στις ζωές των ανθρώπων. «Η συγκίνηση είναι πάντα ένα ζητούμενο στις ταινίες μου. Θεωρώ ότι τα δάκρυα κρατούν μια εύφορη κατάσταση της καρδιάς μας και έτσι μπορεί να ανθίζει όταν ο σπόρος είναι ικανός», σημειώνει η σκηνοθέτις.
Προς επίρρωση της διαδικασίας γένεσης του «Κράτησέ με», η Λουκία Ρικάκη έχει δημιουργήσει ένα blog στο οποίο μπορούν να μπαίνουν όσοι θεατές βλέπουν την ταινία και να τη σχολιάζουν.